-
1 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
2 ἡγέομαι
ἡγέομαι fut. ἡγήσομαι LXX; 1 aor. ἡγησάμην; pf. ἥγημαι (s. prec. four entries; Hom.+).① to be in a supervisory capacity, lead, guide; in our lit. only pres. ptc. (ὁ) ἡγούμενος of men in any leading position (Soph., Phil. 386; freq. Polyb.; Diod S 1, 4, 7; 1, 72, 1; Lucian, Alex. 44; 57; ins, pap, LXX, EpArist; TestZeb 10:2; ViEzk 2 [p. 74, 7 Sch.]; Just., A II, 1, 1; Tat.; Mel., HE 4, 26, 10; Ath. 1, 2) ruler, leader (opp. ὁ διακονῶν the servant) Lk 22:26. Of princely authority (Ezk 43:7; Sir 17:17; 41:17) Mt 2:6; 1 Cl 32:2; 60:4.—Of high officials Ac 7:10; MPol 9:3 (read by Eus. for ἀνθυπάτου); 1 Cl 5:7; 51:5; 55:1. Of military commanders (Appian, Iber. 78 §333, Bell. Civ. 3, 26 §97; 1 Macc 9:30; 2 Macc 14:16) 37:2f. Also of leaders of religious bodies (PTebt 525 Παεῦς ἡγούμενος ἱερέων; PLond II, 281, 2 p. 66 [66 A.D.]; PVindBosw 1, 31 [87 A.D.] τῶν τ. ἱεροῦ ἡγουμένων κ. πρεσβυτέρων. Cp. also Sir 33:19 οἱ ἡγούμενοι ἐκκλησίας; Sb 7835 [I B.C.], 10; 14 the [monarchic] ἡγούμενος of the cultic brotherhood of Zeus Hypsistos) of heads of a Christian congregation Hb 13:7, 17, 24; 1 Cl 1:3. ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men among the brothers/members Ac 15:22. FBüchsel, TW II 909f.—Of Paul taken to be Hermes ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου the chief speaker 14:12 (Cyranides p. 15, 30 Hermes as λόγων ἡγούμενος; Iambl., Myst. [Herm. Wr. IV p. 28, 4 Sc.] Hermes ὁ τῶν λόγων ἡγεμών; s. also Ἑρμῆς 1).② to engage in an intellectual process, think, consider, regard (Trag., Hdt.+) ἀναγκαῖον w. inf. foll. (s. ἀναγκαῖος 1 and cp. BGU 824, 4; PRyl 235, 4) 2 Cor 9:5; Phil 2:25. δίκαιον w. inf. foll. I consider it my duty to 2 Pt 1:13 (Just., A I, 4, 2 and D. 125, 1). περισσὸν ἡγεῖσθαι w. articular inf. foll. consider superfluous (POxy 1070, 17 τὸ μὲν οὖν γράφειν … περιττὸν νῦν ἡγησάμην) Dg 2:10. Foll. by acc. w. inf. (Hdt. 3, 8, 3; SIG 831, 13; Philo, Agr. 67; Jos., Ant. 19, 107; Just., A I, 9, 1 al.) Phil 3:8a (s. also ζημία); ἀποστόλους πιστοὺς ἡγησάμενος εἶναι PtK 3 p. 15, 18.—W. double acc. look upon, consider someone or someth. (as) someone or someth. (Aeschyl., Hdt. et al.; Wsd 1:16; 7:8; Philo, Cher. 70; Jos., Ant. 7, 51; Just., A I, 9, 3 and D. 12, 1 al.) Ac 26:2 (the perf. ἥγημαι w. pres. mng., as Hdt. 1, 126; Pla., Tim. 19e; POslo 49, 3 [c. 100 A.D.]; Job 42:6); Phil 2:3, 6; 3:7, 8b (=AcPl Ha 2, 23); 1 Ti 1:12; 6:1 (Job 30:1; JosAs 3:4 cod. A [p. 42, 20 Bat.]); Hb 10:29; 11:11, 26; 2 Pt 2:13; 3:15; in vs. 9 one acc. is supplied by the context; Hv 2, 1, 2; Dg 2:6; 9:6. Also τινὰ ὥς τινα 2 Th 3:15; cp. 2 Cl 5:6; Hv 1, 1, 7 (ὡς as Philo, Agr. 62; cp. Job 19:11; 33:10; Tat. 34, 1) πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ὅταν … deem it pure joy, when … Js 1:2 (cp. POxy 528, 8 πένθος ἡγούμην; Just., D. 14, 2 ἡγεῖσθε εὐσέβειαν, ἐάν …). μωρίαν μᾶλλον εἰκὸς ἡγοῖντʼ ἄν, οὐ θεοσέβειαν ought consider it folly rather than reverence for God Dg 3:3; cp. 4:5. Also pass. ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω let (only) that observance of the Eucharist be considered valid ISm 8:1. In 1 Th 5:13 there emerges for ἡ. the sense esteem, respect (s. Mitt-Wilck. I/2, 116, 4f [II/III A.D.] ἡγοῦ μάλιστα τοὺς πατρῴους καὶ σέβου ῏Ισιν).—B. 711; 1204. DELG. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… … Dictionary of Greek
Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
παράθεση — παράθεσις, ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] 1. η τοποθέτηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων κοντά κοντά 2. παραβολή, σύγκριση 3. (σχετικά με φαγητά) προσφορά, σερβίρισμα (α. «παράθεση γεύματος» β. «ἔδωκεν ἐν αὐταῑς ἡγουμένους καὶ παραθέσεις βρωμάτων», ΠΔ) 4.… … Dictionary of Greek
ИОАНН ЗОНАРА — [греч. ᾿Ιωάννης Ζωναρᾶς] (кон. XI в. между 1162 и 1166), визант. канонист, историк и церковный писатель. Иоанн монашеское имя И. З.; как его звали до пострига, неизвестно. Жизнь В XI XII вв. аристократическая семья Зонара принадлежала к столичной … Православная энциклопедия
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek
πρωτεπιστάτης — και πρωτοεπιστάτης, ο, Ν εκκλ. ο προϊστάμενος τών επιστατών, ο πρώτος από τους τέσσερεις ηγουμένους επιστάτες τού Αγίου Όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + επιστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
Φούλντα — (Fulda). Πόλη (162.600 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού στο ομόσπονδο κρατίδιο Έσεν. Η Φ. είναι σπουδαίο αγροτικό κέντρο και ονομαστή για το ιστορικό και καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek